- ὑποχρέῳ
- ὑπόχρεοςindebtedmasc/fem/neut dat sgὑπόχρεωςindebtedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπόχρεω — ὑπόχρεω̆ , ὑπόχρεως indebted masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπόχρεω̆ , ὑπόχρεως indebted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόχρεῳ — ὑπόχρεῳ̆ , ὑπόχρεως indebted masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόχρεων — ὑπόχρεω̆ν , ὑπόχρεως indebted masc/fem/neut gen pl ὑπόχρεω̆ν , ὑπόχρεως indebted masc/fem acc sg ὑπόχρεω̆ν , ὑπόχρεως indebted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόχρεως — ὑπόχρεω̆ς , ὑπόχρεως indebted adverbial ὑπόχρεω̆ς , ὑπόχρεως indebted masc/fem nom pl ὑπόχρεω̆ς , ὑπόχρεως indebted masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχρεώνω — και λόγιος τ. υποχρεώ, όω, Ν 1. εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι («τόν υποχρέωσε να φύγει») 2. επιβάλλω («ο νόμος μάς υποχρεώνει να πληρώσουμε αποζημίωση») 3. κάνω κάποιον να θεωρήσει ότι οφείλει χάρη, προκαλώ το συναίσθημα τής ευγνωμοσύνης («η… … Dictionary of Greek